- υπεράνθρωπος
- Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα.
Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο «υπεράνθρωπος», ο άνθρωπος δηλαδή που θα επιβάλλει τη θέλησή του στους ανίσχυρους και στους ανάξιους, τους προορισμένους γι’ αυτό να μένουν δούλοι. Ο Νίτσε χαρακτηρίζει τον υ. ως εξής:
«Όλα τα όντα, κάτι πάνω από τον εαυτό τους δημιούργησαν ως τα τώρα. Και μεις οι άνθρωποι θέλετε να αποτελούμε την άμπωτη της μεγάλης αυτής παλίρροιας και να επιστρέψουμε μάλλον στο ζώο, αντί να υπερνικήσουμε τον άνθρωπο; Τί είναι ο πίθηκος σε σχέση με τον άνθρωπο; Περιγέλιο ή οδυνηρή ντροπή. Έτσι πρέπει να είναι κι ο άνθρωπος για τον υ.: περιγέλιο ή οδυνηρή ντροπή».
* * *-η, -ο / ὑπεράνθρωπος, -ον, ΝΜΑ [ἄνθρωπος]αυτός που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα, που είναι πάνω από τις ανθρώπινες δυνατότητες (α. «υπεράνθρωπες προσπάθειες» β. «ὑπεράνθρωπον σοφίαν», Ωριγ.γ. «ὑπεράνθρωπός τις ἀνὴρ καὶ τρισόλβιος», Λουκιαν.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο υπεράνθρωπος(στη φιλοσ. τού Νίτσε) τύπος ιδανικού ανθρώπου, ανώτερου από τους συνήθεις ως προς τη δύναμη τής σκέψης και την κυριαρχία τής θέλησης, προς τον οποίο πρέπει να τείνει η ανθρωπότητα.επίρρ...υπερανθρώπως / ὑπερανθρώπως ΝΜ, και υπεράνθρωπα Νπέρα από τα ανθρώπινα μέτρα.
Dictionary of Greek. 2013.